## HW❹ (Mar 1:1–5) Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ Υἱοῦ Θεοῦ . ¬ Καθὼς γέγραπται ἐν τῷ Ἠσαΐᾳ τῷ προφήτῃ · ¬ Ἰδοὺ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου , ¬ ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου · ¬ Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ · ¬ Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου , ¬ εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ , ¶ Ἐγένετο Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν . καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται πάντες , καὶ ἐβαπτίζοντο ὑπ᾽ αὐτοῦ ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν .
## HW❹ 單字背誦 (10個) **ἁμαρτία (2)** — ἁμαρτία , ας f sin ( ἔχω ἁ. be sinful); περὶ ἁ. often sin offering **βαπτίζω (2)** — βαπτίζω baptize; wash **ἔρημος (2)** — ἔρημος , ου f deserted place, uninhabited region, desert ἔρημος , ον lonely, deserted, uninhabited; desolate **ὁδός (2)** — ὁδός , οῦ f way, road; journey ( σαββάτου ἔχον ὁδόν a Sabbath day's journey away, i.e. about half a mile Ac 1.12); way of life, conduct; Way (of the Christian faith and life) **σύ (2)** — σύ 2 pers. pro. σοῦ (σου), σοί (σοι), σέ (σε); pl. ὑμεῖς , ὑμῶν , ὑμῖν , ὑμᾶς you **ἄγγελος (1)** — ἄγγελος , ου m angel; messenger, one who is sent **ἀποστέλλω (1)** — ἀποστέλλω (fut. ἀποστελῶ ; aor. ἀπέστειλα , subj. ἀποστείλω [in Ac 7.33 this may be a dialectical peculiarity of the pres. ind.]; pf. ἀπέσταλκα ; aor. pass. ἀπεστάλην) send; send out or away **ἄφεσις (1)** — ἄφεσις , εως f forgiveness, cancellation (of sins); release (of prisoners) **βάπτισμα (1)** — βάπτισμα , τος n baptism **βοάω (1)** — βοάω call, cry out, shout